- ξύντασις
- σύντασις , σύντασιςtension: fem nom sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ξύντασις — σύντασις , σύντασις tension fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύντασις — και αττ. τ. ξύντασις, άσεως, ἡ, Α [συντείνω] 1. διάταση, τέντωμα («καὶ ὑποχονδρίου ξύντασις μετ ὀδύνης γίγνεται», Ιπποκρ.) 2. έντονη προσπάθεια («τῇ τῆς ψυχῆς συντάσσει», Δίων Κάσσ.) … Dictionary of Greek